κωθωνιστήριον

κωθωνιστήριον
κωθων-ιστήριον, τό,
A banqueting house, D.S.5.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωθωνιστήριον — κωθωνιστήριον, τὸ (Α) [κωθωνίζω] τόπος όπου οι συμποσιαζόμενοι έπιναν ώσπου να μεθύσουν …   Dictionary of Greek

  • κωθωνιστήρια — κωθωνιστήριον banqueting house neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”